- ἐπιτέρπεται
- ἐπιτέρπομαιrejoicepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτέρπομαι — (AM ἐπιτέρπομαι) [τέρπομαι] μσν. φρ. «ἐπιτέρπομαι εἴς τι» χαίρω, ευχαριστιέμαι για κάτι αρχ. ευχαριστιέμαι, δοκιμάζω ευχαρίστηση, χαίρομαι («ἄλλος ἄλλοισιν ἀνήρ ἐπιτέρπεται ἔργοις», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ἐπιτέρπετ' — ἐπιτέρπετε , ἐπιτέρπομαι rejoice pres imperat act 2nd pl ἐπιτέρπετε , ἐπιτέρπομαι rejoice pres ind act 2nd pl ἐπιτέρπεται , ἐπιτέρπομαι rejoice pres ind mp 3rd sg ἐπιτέρπετο , ἐπιτέρπομαι rejoice imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἐπιτέρπετε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)